αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ναφθαλίνη — Αρωματικός υδρογονάνθρακας του τύπου C10H8, που αποτελείται από συμπυκνωμένους βενζολικούς δακτυλίους. Η ν. είναι το αφθονότερο συστατικό στο κατράμι του ορυκτού άνθρακα, από τον οποίο εξάγεται σε βιομηχανική κλίμακα. Ο Καρλ Κρέμπε απέδειξε τη… … Dictionary of Greek
τετραλίνιο — το, ή τετραλίνη, η, Ν χημ. υγρή ουσία, υδρογονάνθρακας που λαμβάνεται με ήπια καταλυτική υδρογόνωση τού ναφθαλινίου και χρησιμοποιείται ως διαλύτης και ως καύσιμο μηχανών εσωτερικής καύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tetralin, εμπορ. ονομασία] … Dictionary of Greek
δεκαλίνη ή δεκαλίνιο — Κοινή ονομασία της δεκαϋδροναφθαλίνης (C10H18). Είναι υδαρές, άχρωμο υγρό, με έντονη οσμή. Παράγεται με πλήρη υδρογόνωση της ναφθαλίνης και σε σύγκριση με αυτή έχει δέκα άτομα υδρογόνου επιπλέον. Η δ. είναι ένας διαλύτης ελάχιστα πτητικός, βράζει … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek